Επιδείνωση Νόσου Έναρξη Νέας Παραγραφής από της γνώσεως της ζημίας (1)
comment : Off
Εάν η ζημία εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του παθόντος σε ατύχημα από αυτοκίνητο είναι απρόβλεπτη, άρχεται νέα παραγραφή για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους κοινούς κανόνες, και η οποία αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα.
Επομένως, εάν με τελεσίδικη απόφαση ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα κρίθηκε πρόσκαιρα ανίκανος προς αυτοεξυπηρέτηση για ορισμένο χρονικό διάστημα και του επιδικάστηκε για το διάστημα αυτό μεταξύ των άλλων και αποζημίωση για την πρόσληψη οικιακής βοηθού και με νέα αγωγή του ζητεί πρόσθετη αποζημίωση για την ίδια αιτία λόγω της επικαλούμενης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, της οποίας έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και δεν κρίθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση.
Με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση αναιρείται Εφετειακή απόφαση κατ΄άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ διότι διέλαβε στην απόφασή της ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του προβλεπτού ή μη των επικαλουμένων με την αγωγή βλαβών της παθούσας και ήδη αναιρεσίβλητης διότι, δεν προσδιορίζει το χρόνο που επήλθε η βλάβη και το χρόνο που έλαβε γνώση η παθούσα και ήδη αναιρεσίβλητη. Ομοίως δεν αποσαφηνίζει το λόγο που η αξίωση αποζημίωσης, για αμοιβή οικιακής βοηθού (για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα), δεν μπορούσε να προβλεφθεί και τέλος δεν εκθέτει περιστατικά που να υποδηλώνουν την επιδείνωση της υγείας της αναιρεσίβλητης, αφού κατά τις παραδοχές οι βλάβες, το ποσοστό αναπηρίας και ο χρόνος αποκατάστασης ήταν γνωστά σε πολύ λίγο χρόνο μετά το ατύχημα και σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της άσκησης της ένδικης, τρίτης κατά σειρά, αγωγής και ότι η αιτία της περαιτέρω αποζημίωσης είναι η αυτή (ανικανότητα ευχερούς βαδίσματος και εξόδου από την οικία και πλήρης αυτοεξυπηρέτησης).
Απόφ. ΑΠ 953/2012
Προεδρεύων Σπυρίδων Ζιάκας (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Χαράλαμπου Ζώη)
Εισηγητής Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Μέλη : Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου – Παναγιώτης Ρουμπής Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Δικηγόροι : Αντώνιος Κουρδόγλου – Ιωάννης Βλάχος
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Επιδείνωση Νόσου – Έναρξη Νέας Παραγραφής
Ως γνώση της ζημίας, για την έναρξη της πενταετούς παραγραφής, νοείται η γνώση της πρώτης από τις επιζήμιες συνέπειες της πράξεως, όχι δε η γνώση της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας ή του ποσού της αποζημίωσης, καταλαμβάνει δε το σύνολο της ζημίας που έχει επέλθει ή μέλλει να επέλθει, εκτός από τα τυχόν επιμέρους κεφάλαια ή κονδύλια ζημίας που η επέλευσή τους δεν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Το βάρος της απόδειξης ότι ο δικαιούχος της αποζημίωσης γνώριζε από ορισμένο χρονικό σημείο τη ζημία και τον υπόχρεο προς αποζημίωση, φέρει εκείνος που επικαλείται πενταετή παραγραφή της αξίωσης, δηλαδή ο εναγόμενος. Εν προκειμένω ο παθών (ενάγων) εμφάνισε μετατραυματική αρθροίτιδα γόνατος με οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις, λόγω συνδεσμικής βλάβης της οπισθοεσωτερκής γωνίας του γόνατος και ρήξη χιαστών συνδέσμων. Έλαβε δε γνώση της μέλλουσας αυτής ζημίας, λόγω επιπλοκής του τραύματός του και της εντεύθεν ανικανότητάς του προς εργασία, μετά παρέλευση δέκα ετών από τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου τροχαίου ατυχήματος, όταν εμφανίσθηκε. ΑΠ 1978/2008 ΕΣυγκΔ 2009/34.
Έναρξη χρόνου νέας παραγραφής από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα. Αν, επομένως, με τελεσίδικη απόφαση ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα κρίθηκε πρόσκαιρα ανίκανος προς εργασία για ορισμένο χρονικό διάστημα και του επιδικάστηκαν για το διάστημα αυτό αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη και για ηθική βλάβη και με νέα αγωγή του ζητεί πρόσθετη αποζημίωση για τις ίδιες αιτίες λόγω της επικαλούμενης εφόρου ζωής ολικής ή μερικής αναπηρίας του, της οποίας έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως, ως προς την έκταση των ζημιών, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το χρόνο άσκησης της πρώτης αγωγής. Αντίθετα, αν πρόκειται για προβλεπτές ζημίες, η παραγραφή παρατείνεται σε εικοσαετία, υπό την αναγκαία προϋπόθεση, ότι η απόφαση κατέστη τελεσίδικη εντός του χρόνου της πενταετίας ή της διετίας, κατά περίπτωση, καθώς και ότι στο μεταξύ διάστημα, μέχρι την τελεσιδικία, δεν έχει υποκύψει η αξίωση σε τυχόν προβλεπόμενη συντομότερου χρόνου παραγραφή. (ΑΠ 755/2005, ΑΠ 1100/2005). ΑΠ 39/2007, ΣΕΣυγκΔ 2007/87 (μετά των υπ΄αυτή σχολίων – παρατηρήσεών μας). Βλ. σχετικώς και ΑΠ 51/2011 ΕΣυγκΔ 2011/105, 470/2011 ΣΕΣυγκΔ 211/369, ΑΠ 117/2004 ΣΕΣυγκΔ 2004/538
ΣΣ. Προσοχή πρέπει να καταβάλλεται από τους δικηγόρους – νομικούς παραστάτες, σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να θεμελιώνεται αυτή καθ΄αυτή η επιδείνωση της υγείας.
Αναφορικά όμως με την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του προβλεπτού ή μη της μέλλουσας επιδεινώσης της καταστάσεως της υγείας του παθόντος, έχει κριθεί ήδη από το ανώτατο ακυρωτικό μας δικαστήριο ότι αυτή προκύπτει από τις αποδείξεις ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως εκτίμηση πραγματικά γεγονότα και συνεπώς, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. ΑΠ 51/2011 ΕΣυγκΔ 2011/106
Κείμενο Αποφ. ΑΠ 953/2012
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 ΑΚ συνάγεται, ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη ζημία, θετική και αποθετική, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως, από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Εξ άλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α’ Α.Κ. και 221 παρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση ασκήσεως αγωγής για μέρος μόνο της αξιώσεως για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται αντιστοίχως εκκρεμοδικία. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, κατά την οποία “κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή”, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξιώσεως για θετική και αποθετική ζημία από αδικοπραξία, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 παρ. 1 ΑΚ, από την τελεσιδικία αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξιώσεως για αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση (ΟλΑΠ 24/2003). Αναγκαία όμως προϋπόθεση για την δέσμευση από το δεδικασμένο εκδοθείσης αποφάσεως είναι η ασκούμενη με τη μεταγενέστερη αγωγή αξίωση καταβολής αποζημιώσεως για βλάβη π.χ. του σώματος ή της υγείας του παθόντος σε ατύχημα από αυτοκίνητο να μπορούσε απ’ αρχής να προβλεφθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή η ζημία είναι απρόβλεπτη, ισχύει νέα παραγραφή για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους κοινούς κανόνες, η οποία και αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα. Αν, επομένως, με τελεσίδικη απόφαση ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα κρίθηκε πρόσκαιρα ανίκανος προς αυτοεξυπηρέτηση για ορισμένο χρονικό διάστημα και του επιδικάστηκε για το διάστημα αυτό μεταξύ των άλλων και αποζημίωση για την πρόσληψη οικιακής βοηθού και με νέα αγωγή του ζητεί πρόσθετη αποζημίωση για την ίδια αιτία λόγω της επικαλούμενης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, της οποίας έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της αποφάσεως, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και δεν κρίθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και έτσι ιδρύεται ο από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως και όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως, που αποτελεί την ελάσσονα πρόταση του δικαστικού συλλογισμού, δεν περιέχονται ή δεν αναφέρονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς επιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα εξής:
Συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που έλαβε χώρα στις 3-7-1991, στην επαρχιακή οδό Θεσσαλονίκης – Ωραιόκαστρου, η αναιρεσίβλητη τραυματίστηκε σοβαρά αφού υπέστη συντριπτικό κάταγμα δεξιού μηρού, κάταγμα αριστερής κάτω γνάθου, αιμάτωμα ΑΣ, βλεγματικής χώρας και θλαστικό τραύμα μηρών. Αποκλειστικά υπαίτιος του τραυματισμού της κρίθηκε τελεσίδικα με την υπ’ αριθμ. 2988/1995 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης ο πρώτος αναιρεσείων και οδηγός του υπ’ αριθ. κυκλ. … ΙΧΕ αυτοκινήτου, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα στον δεύτερο αναιρεσείοντα και πατέρα του. Λόγω του ως άνω τραυματισμού της και της εντεύθεν ανικανότητας της να εκτελέσει διάφορες οικιακές εργασίες, καθώς και της αδυναμίας της για να αυτοεξυπηρετηθεί η αναιρεσίβλητη, αφού δέχθηκε αρχικά και μέχρι της 31-12-1996 τις υπηρεσίες συγγενικών της προσώπων, αναγκάστηκε να προβεί στην πρόσληψη οικιακής βοηθού για το από 1-1-1997 έως 31-12-2001 χρονικό διάστημα. Με την από 17-12-2001 αγωγή της, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η αναιρεσίβλητη ζήτησε, συνεπεία επιδείνωσης των τραυμάτων της, να της επιδικαστεί περαιτέρω αποζημίωση για την χρησιμοποίηση οικιακής βοηθού και για το από 1-1-2002 έως 31-12-2008 χρονικό διάστημα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 14045/2005 απόφασή του έκανε, εν μέρει, δεκτή αυτή και ανεγνώρισε την υποχρέωση των αναιρεσειόντων να καταβάλλουν περαιτέρω αποζημίωση για την ως άνω αιτία. Ότι αυτή αδυνατούσε να κυκλοφορήσει έξω από την οικία της χωρίς τη βοήθεια βακτηρίας αγκώνος και η αναπηρία της, σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. 15001/10-8-94, 16177/5-9-95 και 20692/21-11-1995 αποφάσεις του διευθυντή του περιφερειακού υποκαταστήματος του ΙΚΑ Θεσσαλονίκης, ανέρχεται σε 51% και της χορηγήθηκε αναπηρική σύνταξη μέχρι της 31-7-1997. Ότι στην υπ’ αριθ. 95/21-9-1999 ιατρική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 1452/1999 μη οριστικής απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης διατυπώνεται η άποψη ότι αναμένεται επιδείνωση της κατάστασης της διότι οι βλάβες του γόνατος είναι μόνιμες και συνεχώς επιδεινούμενες.
Περαιτέρω, ότι αρχικά είχε προβλεφθεί ως πιθανός χρόνος αποκατάστασης της υγείας της το χρονικό διάστημα ενός (1) έτους από το ατύχημα, χωρίς δυνατότητα πλήρους αποκατάστασης του δεξιού γόνατος και ότι η μετατραυματική οστεοαρθρίτιδα στην έκταση και με την βαρύτητα που είχε εκδηλωθεί εκτιμήθηκε ως προσωρινή. Τέλος, ότι η μετατραυματική αυτή επιδείνωση της υγείας της αναιρεσίβλητης δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, η αξίωσή της είναι διαφορετική από τις προηγούμενες που επιδικάστηκαν και συνεπώς δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο των προεκδοθεισών αποφάσεων και ότι από τότε που έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειας τους με το ατύχημα δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος παραγραφής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα του προβλεπτού ή μη των επικαλουμένων με την αγωγή βλαβών της παθούσας και ήδη αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα δεν προσδιορίζει το χρόνο που επήλθε η βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί την περαιτέρω αποζημίωση και το χρόνο που έλαβε γνώση η παθούσα και ήδη αναιρεσίβλητη. Επίσης, δεν αποσαφηνίζει το λόγο που η περαιτέρω αυτή αξίωση αποζημίωσης, δηλαδή η αμοιβή της οικιακής βοηθού για το ως άνω μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, δεν μπορούσε να προβλεφθεί και τέλος δεν εκθέτει περιστατικά που να υποδηλώνουν την επιδείνωση της υγείας της αναιρεσίβλητης, αφού κατά τις παραδοχές οι βλάβες, το ποσοστό αναπηρίας και ο χρόνος αποκατάστασης ήταν γνωστά σε πολύ λίγο χρόνο μετά το ατύχημα και σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της άσκησης της ένδικης, τρίτης κατά σειρά, αγωγής και ότι η αιτία της περαιτέρω αποζημίωσης είναι η αυτή (ανικανότητα ευχερούς βαδίσματος και εξόδου από την οικία και πλήρης αυτοεξυπηρέτησης). Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η σχετική από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ αιτίαση είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και παρελκούσης της έρευνας του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (αρθρ.176, 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 205/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και,
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε….
Πηγή: www.esd.gr