Περί διαμεσολάβησης…
H
Διαμεσολάβηση (αγγλικ.: Mediation) είναι μια από τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών (αγγλικ.: alternative dispute resolution) με την οποία τα αντιμαχόμενα μέρη μέσω μιας κοινά αποδεκτής διαδικασίας και σε ουδέτερο τόπο, παρουσία και με την απαραίτητη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου επιλογής τους, του διαμεσολαβητή, καταλήγουν σε μια κοινά αποδεκτή επίλυση της διαφοράς τους.
Τα αντιμαχόμενα μέρη είναι τα ΜΟΝΑ που έχουν την εξουσία να επιλύσουν-διαθέσουν τη διαφορά τους.
Απλοποιημένα
: Η επίλυση κάθε είδους διαφοράς η οποία προκύπτει μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανήκει αποκλειστικά σε αυτούς. Τα αντιμαχόμενα μέρη είναι τα ΜΟΝΑ που έχουν την εξουσία να επιλύσουν-διαθέσουν τη διαφορά τους. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στις διαπραγματεύσεις (negotiation). Η προσφυγή στα Δικαστήρια είναι κατά μια θεωρεία η ¨κλοπή¨ της εξουσίας αυτής από το κράτος (ή το διαιτητικό δικαστήριο-arbitration) . Παρ αυτά κάποιες φορές για διαφορετικούς λόγους οι εμπλεκόμενοι δεν είναι σε θέση να επιλύσουν τις διαφορές τους, παρόλο που έχουν τη λύση στα χέρια τους ή έστω στο μυαλό τους. Εκεί καλείται ο διαμεσολαβητής, ο οποίος ενεργεί ως καταλύτης προσπαθώντας να αποκαλύψει στους εμπλεκόμενους τον καλύτερο τρόπο επίλυσης της διαφοράς ΤΟΥΣ (mediation) με σκοπό να φύγουν όλοι κερδισμένοι (win-win situation).
Τα αντιμαχόμενα μέρη είναι τα ΜΟΝΑ που έχουν την εξουσία να επιλύσουν-διαθέσουν τη διαφορά τους.
Γιατί η διαμεσολάβηση υπερτερεί της δικαστικής διαδικασίας:
-
Πολύ πιο γρήγορη διαδικασία.
-
Πολύ πιο ελαστική και ευέλικτη διαδικασία.
-
Οι αποφάσεις δεν είναι δεσμευτικές, αλλά είναι αποδεκτές από όλους.
-
Πολύ πιο οικονομική διαδικασία
-
Αποτέλεσμα που βολεύει όλους τους εμπλεκόμενους
-
Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι – κερδίζουν και τα δύο μέρη (win-win siituation)
-
Η λύση διαμορφώνεται στα μέτρα των ενδιαφερόμενων
-
Αποφεύγεται η αντιδικία
Ποια είναι η διαδικασία της διαμεσολάβησης;
H διαμεσολάβηση διεξάγεται από ένα αμερόληπτο και ανεξάρτητο τρίτο πρόσωπο, τον διαμεσολαβητή.
Αρχίζει με μια κοινή συνάντηση στην οποία τα μέρη αφού ενημερωθούν αναλυτικά από τον διαμεσολαβητή για την διαδικασία της διαμεσολάβησης παρουσιάζουν τις απόψεις τους για τη διαφορά. Η κοινή συνάντηση ακολουθείται από χωριστές συναντήσεις μεταξύ του διαμεσολαβητή και κάθε μέρους. Αυτό επιτρέπει σε κάθε πλευρά να εξηγήσει εμπιστευτικά τη θέση και τους στόχους της για τη διαμεσολάβηση.
Η διαμεσολάβηση αφήνει την εξουσία της απόφασης καθαρά στα μέρη. Ο διαμεσολαβητής δεν αποφασίζει τι είναι δίκαιο ή σωστό, δεν είναι ούτε δικαστής ούτε διαιτητής, αλλά ενεργεί ως καταλύτης, σκοπός του οποίου είναι να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών, ώστε τα μέρη να καταλήξουν σε λύση στη διαφορά τους.
Η συμφωνία που επιτυγχάνεται μεταξύ των μερών στο τέλος της διαμεσολάβησης συντάσσεται εγγράφως, υπογράφεται από τα μέρη και αποτελεί τίτλο εκτελεστό.
Ποιες περιπτώσεις καλύπτει η διαμεσολάβηση;
-
Γαμικές και οικογενειακές διαφορές
-
Γειτονικές και κοινοτικές διαφορές
-
Εργατικές και ενδοεπαγγελματικές διαφορές
-
Διαφορές οικογενειακών επιχειρήσεων
-
Διαφορές που προκύπτουν από πτώχευση επιχειρήσεων
-
Διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας
-
Κατασκευαστικές διαφορές
-
Καταναλωτικές διαφορές και διαφορές που προκύπτουν στο ηλεκτρονικό εμπόριο
-
Διαφορές ναυτικού δικαίου
-
κ.α.
Ποιος μπορεί να ασκήσει διαμεσολάβηση;
Η διαμεσολάβηση διενεργείται από ειδικά εκπαιδευμένο και έμπειρο διαμεσολαβητή, που τις περισσότερες φορές είναι δικηγόρος. Ο διαμεσολαβητής δε χρειάζεται να είναι καταρτισμένος ειδικά στο εκάστοτε θέμα της διαφοράς ούτε να έχει ειδικές γνώσεις, αλλά πρέπει να έχει παρακολουθήσει ειδικά προγράμματα κατάρτισης στο θέμα της διαμεσολάβησης.
Top