Ιδιωτικό Συμφωνητικό Αμοιβής Δικηγόρου σύμφωνα με το νέο Κώδικα Δικηγόρων
comment : Off
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ
Στην Κατερίνη σήμερα …………….. οι υπογράφοντες: αφενός ο …………………………… του ………….., δικηγόρος, με Α.Μ …. του Δικηγορικού Συλλόγου Κατερίνης, κάτοικος …………….., δ/νση επαγγελματικής δραστηριότητας …………….. με Α.Φ.Μ …………………. Δ.Ο.Υ …………….. και αφετέρου ο ……………………………….. του ………………………, κάτοικος ……………………, με Α.Φ.Μ …………………….. Δ.Ο.Υ …………………, συμφωνούμε τα εξής:
Ο αφετέρου συμβαλλόμενος δίδει την εντολή στον αφενός συμβαλλόμενο, να προβεί στην/στις κάτωθι νομικές εργασίες:
1) ………………………………………..
……………………………………………………………………………………………………………………….
Η αμοιβή καθορίζεται στο ποσό των …………………… Ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23%.
Για το ως άνω ποσό θα εκδοθεί Α.Π.Υ του εντολοδόχου δικηγόρου.
Το παρόν ισχύει έναντι κάθε αρμόδιας υπηρεσίας, συντάχθηκε δε και υπογράφεται εις διπλούν.
Οι Συμβαλλόμενοι:
1)
2)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Το παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό αποτελεί απλό σχέδιο εγγράφου συμφωνίας μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, το οποίο εμπεριέχει ενδεικτικά τα απαραίτητα στοιχεία της, ήτοι τα απαιτούμενα στοιχεία των συμβαλλομένων, το είδος της νομικής εργασίας ή περισσοτέρων εργασιών που πρόκειται να παρασχεθούν και το ποσό της συμφωνηθείσης αμοιβής (πλέον Φ.Π.Α). Φυσικά, εναπόκειται στον καθένα να προβεί σε τροποποιήσεις, βελτιώσεις και προσθήκες ειδικότερων όρων και συμφωνιών κατά περίπτωση.
Σε περίπτωση που ο εντολέας είναι εταιρία ή άλλο νομικό πρόσωπο, εννοείται ότι στην έγγραφη συμφωνία αναφέρονται αναλόγως, η επωνυμία, η έδρα και το Α.Φ.Μ τους, καθώς και τα στοιχεία του νομίμου εκπροσώπου που ενεργεί για λογαριασμό τους.
Η έγγραφη συμφωνία δεν είναι απαραίτητο να φέρει βέβαιη ημεροχρονολογία, ούτε θεώρηση γνησίου υπογραφών, ούτε προσκομίζεται στο Δικηγορικό Σύλλογο.
Συνιστάται ως μέγιστη κατοχύρωση του Δικηγόρου σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου ή αμφισβήτησης του ύψους της αμοιβής από τον εντολέα του, δεδομένου ότι αποτελεί έγγραφη απόδειξη της συμφωνηθείσης αμοιβής.
Αν πρόκειται συμφωνία για περισσότερες νομικές εργασίες (δικαστικές ή εξώδικες), συνιστάται να αναφέρεται ξεχωριστά η συμφωνηθείσα αμοιβή για τις επιμέρους νομικές εργασίες.
Αν καταρτισθεί έγγραφη συμφωνία, εξυπακούεται ότι οι Α.Π.Υ εκδίδονται επί τη βάσει της αμοιβής που καθορίζεται με αυτήν.
Είναι παραδεκτός ο καθορισμός της συμφωνηθείσης αμοιβής με την έγγραφη συμφωνία, αντί αριθμητικής διατύπωσης (π.χ 100 ευρώ πλέον Φ.Π.Α 23%), με την έκφραση «στο ποσό αμοιβής που αναφέρεται στο Παράρτημα Ι του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013 ΦΕΚ Α 208/27.9.2013), πλέον Φ.Π.Α 23%», (εννοείται για τη συγκεκριμένη διαδικαστική πράξη ή νομική εργασία). Εξυπακούεται ότι στην περίπτωση αυτή οι Α.Π.Υ εκδίδονται επί τη βάσει του σχετικού ποσού που αναγράφεται και στο γραμμάτιο προκαταβολής που εκδίδει ο Δικηγορικός Σύλλογος.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Το άρθρο 63 παρ. 1 του νέου Κώδικα Δικηγόρων καθορίζει την αμοιβή του Δικηγόρου σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, σε ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο ι της εν λόγω παραγράφου (εννοείται για τις αποτιμητές σε χρήμα διαφορές).
Προς αποφυγή δημιουργίας αμάχητου τεκμηρίου περί είσπραξης δικηγορικής αμοιβής επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης στα ποσοστά που καθορίζονται με την ανωτέρω διάταξη, – πρακτικώς ανέφικτου πολλές φορές και ιδίως υπό την παρούσα οικονομική συγκυρία – εισάγεται ευλόγως εξαίρεση από τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη, με την παράγραφο 4 του άρθρου 63 σύμφωνα με την οποία «Ο δικηγόρος διατηρεί το αποκλειστικό δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα του μικρότερη αμοιβή από την οριζόμενη στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η δε παραίτησή του αυτή θα μπορεί να προταθεί από τον εντολέα του εφόσον έχει συμφωνηθεί εγγράφως». Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει σαφώς ότι ο Δικηγόρος που έλαβε μικρότερη αμοιβή από αυτήν που δικαιούται με βάση τα ποσοστά επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί έναντι οποιουδήποτε την παραίτησή του αυτή, ακόμα και προφορικώς. Προς αποφυγή όμως κάθε πιθανής αμφισβήτησης, αυτονόητο είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές η κατάρτιση έγγραφης συμφωνίας αποκτά ακόμα μεγαλύτερη πρακτική χρησιμότητα υπό την έννοια της έγγραφης απόδειξης και συνακόλουθα της εξουδετέρωσης κάθε αμφισβήτησης.
Στις περιπτώσεις που το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα και δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, τα πράγματα είναι πιο απλά, καθόσον με την παράγραφο 2 του άρθρου 63 ορίζεται ότι η αμοιβή υπολογίζεται με βάση το Παράρτημα Ι του Κώδικα. Ως περιπτώσεις μη αποτιμητές σε χρήμα αναφέρονται οι ποινικές υποθέσεις, οι υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας και κατά κυρίαρχη άποψη οι φορολογικές υποθέσεις, οι προσφυγές και οι αιτήσεις ακύρωσης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Οι διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ του νέου Κώδικα Δικηγόρων «Αμοιβές και Θεσμοί Κοινωνικής Αλληλεγγύης μεταξύ Δικηγόρων» (άρθρα 57 – 86) συνιστούν αμοιβολόγιο και όχι φορολογικό οδηγό και υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Στοχεύουν δε αποκλειστικά στην ενίσχυση της αξιοπρεπούς άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος και της πλήρους κατοχύρωσης με νόμο του κράτους της δικηγορικής αμοιβής, είτε ως έγγραφη συμφωνία, είτε ως νόμιμη αμοιβή, είτε με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης.
Η έγγραφη συμφωνία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με δέος και επιφυλακτικότητα, αλλ΄ αντιθέτως ως όπλο στα χέρια του δικηγόρου τόσο ως προς την άμυνά του έναντι οποιουδήποτε ελέγχου και οποιασδήποτε αμφισβήτησης όσο και ως προς την διεκδίκηση της είσπραξης της αμοιβής του.
Εκ του Δ.Σ Κατερίνης
Πηγή: dskaterinis.gr